κακοαναθρεμμένος

κακοαναθρεμμένος
-η, -ο
αυτός που είχε κακή ανατροφή, αγενής, κακομαθημένος, χυδαίος: Δεν ντρέπεσαι, κακοαναθρεμμένε, να τα βάζεις με μια δύστυχη γυναίκα;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακοαναθρεμμένος — η, ο ο ανάγωγος, αυτός που έχει κακή ανατροφή, αυτός που δεν έχει εθιστεί σε βασικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς …   Dictionary of Greek

  • ανάγωγος — η, ο (Α ἀνάγωγος, ον) αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος νεοελλ. (στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή αρχ. 1. κακόγουστος, άσχημος 2. αμαθής, αμόρφωτος 3. έκλυτος, ακόλαστος 4. (για άλογα… …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακαναθρεμμένος — η, ο βλ. κακοαναθρεμμένος …   Dictionary of Greek

  • ανάγωγος — η, ο 1. κακοαναθρεμμένος, αγενής: Είναι παίδι ανάγωγο. 2. (μαθημ.), αυτός που δεν απλοποιείται: Το κλάσμα αυτό είναι ανάγωγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”