κακοαναθρεμμένος — η, ο ο ανάγωγος, αυτός που έχει κακή ανατροφή, αυτός που δεν έχει εθιστεί σε βασικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς … Dictionary of Greek
ανάγωγος — η, ο (Α ἀνάγωγος, ον) αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος νεοελλ. (στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή αρχ. 1. κακόγουστος, άσχημος 2. αμαθής, αμόρφωτος 3. έκλυτος, ακόλαστος 4. (για άλογα… … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακαναθρεμμένος — η, ο βλ. κακοαναθρεμμένος … Dictionary of Greek
ανάγωγος — η, ο 1. κακοαναθρεμμένος, αγενής: Είναι παίδι ανάγωγο. 2. (μαθημ.), αυτός που δεν απλοποιείται: Το κλάσμα αυτό είναι ανάγωγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)